-
1 ῥυτήρ
2 strap by which one holds a horse, rein, Il.16.475 (pl.); σπεύδειν ἀπὸ ῥυτῆρος with loose rein, at full gallop, S.OC 900;ἀπὸ ῥ. ἐλαύνειν τοὺς ἵππους D.H.4.85
, cf. 11.33, D.S.19.26 (Phryn.PSp.41 B. expl. ἀπὸ ῥ. by ἄνευ χαλινοῦ):ῥυτῆρα χαλινόν Pancrat.Oxy.1085.4
;χαλινὸν.. ἔχον ῥυτῆρας PCair.Zen.659.11
(iii B.C.).------------------------------------A saviour, guard, defender, σταθμῶν ῥ. Od.17.187, 223;ῥυτῆρες Διός Opp.C.3.13
: fem. abs., Id.H.1.669; cf. ῥύτειρα. (Cf.ῥυστήρ 1
.)
См. также в других словарях:
χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… … Dictionary of Greek